εξεργασία

εξεργασία
η
1) полная, тщательная выделка, выработка, обработка, переработка; 2) мед. процесс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξεργασία" в других словарях:

  • ἐξεργασία — ἐξεργασίᾱ , ἐξεργασία working out fem nom/voc/acc dual ἐξεργασίᾱ , ἐξεργασία working out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασίᾳ — ἐξεργασίᾱͅ , ἐξεργασία working out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεργασία — η (AM ἐξεργασία) [εξεργάζομαι] επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι ἡμῶν», Πολ.) νεοελλ. το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης αρχ. 1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • εξεργασία — η 1. επιμελημένη επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα, άργασμα. 2. (ιατρ.), το σύνολο των εξελικτικών φαινομένων νοσηρής κατάστασης, λειτουργικής ή ανατομικής. 3. (βιολ.), το σύνολο των φυσικοχημικών εργασιών που γίνονται σε ζωντανό οργανισμό για την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξεργασίας — ἐξεργασίᾱς , ἐξεργασία working out fem acc pl ἐξεργασίᾱς , ἐξεργασία working out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασίαν — ἐξεργασίᾱν , ἐξεργασία working out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασιῶν — ἐξεργασία working out fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεργασίαις — ἐξεργασία working out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεργαστικός — ἐξεργαστικός, ή, όν (Α) [εξεργασία] 1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν η εκζήτηση …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»